- διαστομωτρίς
- διαστομ-ωτρίς (with or without μήλη), εως, ἡ,A = διαστολεύς 1, Hp. ap. Gal.19.122,92.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαστομωτρίς — διαστομωτρίς, η (Α) φρ. «διαστομωτρίς μήλη» ο διαστολεύς* … Dictionary of Greek